- μαγειρεύεται
- μαγειρεύωto be a cookpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σουκιγιάκι — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) πιάτο με βοδινό και λαχανικά τής ιαπωνικής κουζίνας, που μαγειρεύεται σε φορητή συσκευή στο τραπέζι τού πελάτη … Dictionary of Greek
σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… … Dictionary of Greek
συκοφάγος — (oriola calbula). Στρουθοειδές πουλί της οικογένειας των Συλβιδών και, σύμφωνα με άλλη κατάταξη, των Κορακοειδών. Το όνομά του προέρχεται από το ότι, κατά το καλοκαίρι, εκτός από έντομα και προνύμφες, τρέφεται και με φρούτα, προτιμώντας προ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
μπριζόλα — η (λ. γαλλ.), πλευρά αρνιού, μοσχαριού, χοίρου κ.ά. ζώων που μαγειρεύεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερόβραστος — η, ο 1. αυτός που μαγειρεύεται χωρίς λάδι ή λίπος: Νερόβραστα φασόλια. 2. μτφ., άχαρος άνθρωπος, άνοστος, σαχλός: Νερόβραστος γαμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίκνα — η 1. δυσάρεστη μυρωδιά από κρέας που καίγεται όταν μαγειρεύεται με λίγο υγρό. 2. οσμή τριχών ζώου ή μάλλινου υφάσματος που καψαλίζονται. 3. οσμή ούρων σε ρούχα ή στρωσίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίκνισμα — το, ατος 1. το κάψιμο του κρέατος που μαγειρεύεται με λίγο υγρό. 2. το τσιγάρισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)